αναγάλλια

αναγάλλια
η
αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α)-* + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναγάλλια — αναγάλλια, η και αναγάλλιαση, η και αναγάλλιασμα, το, ατος μεγάλη χαρά: Αναγάλλιασμα ακολούθησε την ανακοίνωση της ευχάριστης είδησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”